- παραγέρασμα
- το одряхление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραγέρασμα — το [παραγεράζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγεράζω, το να περνά κανείς σε βαθιά γεράματα … Dictionary of Greek